«Η επιστροφή στην δραχμή δεν σημαίνει ότι μπορεί να ακυρωθεί ο στόχος της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Τουναντίον, ο ισοσκελισμός του προϋπολογισμού θα είναι πιο επιτακτική σαν ανάγκη μια και θα επιβάλλεται πλέον από τις αγορές. Το έλλειμμα της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων θα απεικονίζεται κάθε μήνα στην αναπροσαρμογή της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής. Επομένως ένα είδος άτυπου μνημονίου θα επιβληθεί από την οικονομική συγκυρία». Αυτό επισημαίνει σε παρέμβασή του ο καθηγητής Οικονομικών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου, Διονύσης Χιόνης.
Ο κύριος Χιόνης υποστηρίζει ότι χρειάζεται για άλλη μια φορά να επαναληφθεί ότι το νόμισμα αποτελεί τον καθρέπτη της ανταγωνιστικότητας και της δημοσιονομικής κατάστασης μιας οικονομίας. «Η αλλαγή καθρέπτη δεν σημαίνει ότι μεταβάλλει και το είδωλο. Έτσι, όπως εσφαλμένα πιστέψαμε πριν δέκα χρόνια ότι η ένταξή μας στην ΟΝΕ και η κυκλοφορία του ευρώ θα επιλύσει τα βασικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, εσφαλμένα συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι η απόφαση για το νόμισμα από μόνη της θα οδηγήσει την ελληνική οικονομία στην έξοδο από την κρίση».
Προσθέτει ακόμα ότι «στο σημείο, που έχει φτάσει η ελληνική οικονομία, η επανακυκλοφορία της εγχώριας νομισματικής μονάδας δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ωστόσο, ακόμα και η επιστροφή στην δραχμή πρέπει να γίνει με ένα συντονισμένο τρόπο γνωρίζοντας τους κινδύνους και τα πλεονεκτήματα που συνοδεύουν αυτή την αλλαγή.
Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι από το 2001 όπου υιοθετήθηκε το ευρώ μέχρι και σήμερα ο διαφορικός πληθωρισμός της Ελλάδας και των κύριων εμπορικών εταίρων ξεπερνά το 45% χωρίς να έχει ακολουθήσει κάποια υποτίμηση. Η αγορά συναλλάγματος την επόμενη μέρα θα αναζητήσει το νέο σημείο ισορροπίας που θα είναι τουλάχιστον η ισοτιμία ένταξης της δραχμής αυξημένη κατά 45%. Δεδομένου ότι οι εισαγωγές αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της κατανάλωσης αλλά και της παραγωγής τότε ο εισαγόμενος πληθωρισμός αναμένεται να φθάσει και αυτός σε μεγάλα επίπεδα.
Το θετικό στην προκειμένη περίπτωση σχετίζεται με την αύξηση της ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας. Η προσφυγή στο εκδοτικό προνόμιο θα δώσει λύσει σε πολλά προβλήματα ρευστότητας του τραπεζικού και του ασφαλιστικού συστήματος με τον ταυτόχρονο όμως κίνδυνο του υπερπληθωρισμού Η έλλειψη αξιοπιστίας του τραπεζικού συστήματος σε συνδυασμό με τις πληθωριστικές εξελίξεις θα προκαλέσει φυγή κεφαλαίων. Θετικές επιδράσεις θα υπάρξουν και στον τομέα της παραγωγικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας. Η υποτίμηση θα συμβάλλει στην αύξηση του μεριδίου της παραγωγής των εμπορεύσιμων αγαθών σε βάρος των μη εμπορεύσιμων. Με άλλα λόγια ο τομέας των υπηρεσιών (εκτός τουρισμού) θα υποχωρήσει δίνοντας ζωτικό χώρο στους τομείς που θα παράγουν εξαγώγιμα αγαθά αλλά και εγχώρια καταναλωμένα που άλλες εποχές θα ήταν εισαγόμενα.
Δυστυχώς μαγικές λύσεις για την ελληνική οικονομία δεν υπάρχουν. Στο σημείο που βρισκόμαστε οποιαδήποτε οικονομική πρόταση έχει θετικά και αρνητικά. Αν όμως συνεχίζουμε να υποκαθιστούμε την οικονομική επιχειρηματολογία με την ρητορική φαυλότητα και την πολιτική επιπολαιότητα τότε μόνο αρνητικά μπορούμε να περιμένουμε».