Το αλάτι (χλωριούχο νάτριο) και το κάλιο είναι ουσιαστικά για τη ζωή. Το κάλιο είναι το κύριο ενδοκυττάριο κατιόν και ο κύριος ρυθμιστής της οξεοβασικής ισορροπίας. Συνεισφέρει στη μεταφορά νευρικών ερεθισμάτων, στον έλεγχο της μυϊκής συσταλτικότητας και στη διατήρηση της αρτηριακής πίεσης.
Η έλλειψη του Κ οδηγεί σε υποκαλιαιμία, με συμπτώματα τα οποία περιλαμβάνουν ανορεξία, ναυτία, κοιλιακή διόγκωση, παραλυτικό ειλεό, μυϊκή αδυναμία, μειωμένα ή απόντα αντανακλαστικά, παράλυση, νωθρότητα, ερεθιστική συμπεριφορά, αναπνευστική ανεπάρκεια, πολυδιψία, πολυουρία και καρδιακές αρρυθμίες.
Επιδημιολογικές μελέτες έχουν αποδείξει την αντιστρόφως ανάλογη σχέση μεταξύ της πρόσληψης καλίου και της αρτηριακής πίεσης. Οι ερευνητές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η χαμηλή πρόσληψη καλίου μπορεί να είναι ένας από τους προδιαθεσικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην αύξηση της αρτηριακής πίεσης, ενώ αντίθετα η πρόσληψή του λειτουργεί ως «αντίβαρο» στην υπέρταση, η οποία αποτελεί ένα κύριο παράγοντα κινδύνου για εγκεφαλικό και έμφραγμα.
Πολλές πρόσφατες μελέτες έχουν αποδείξει ότι τα άτομα με υψηλή πρόσληψη καλίου έχουν χαμηλότερη αρτηριακή πίεση συγκριτικά με εκείνους που έχουν χαμηλή πρόσληψη καλίου. Χαμηλή πρόσληψη καλίου (κάτω από 40 meq / ημέρα) έχει σχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ή επιδείνωσης της υπέρτασης και αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου. Αναλύοντας εκ νέου 10 διατροφικές μελέτες που δημοσιεύθηκαν μεταξύ 1966 και 2009, και στις οποίες συμμετείχαν σχεδόν 280.000 ενήλικες, το συμπέρασμα ήταν ότι η συστηματική κατανάλωση τέτοιου είδους τροφίμων μειώνει κατά 21% τον κίνδυνο εγκεφαλικού και κατά 8% τον κίνδυνο εμφράγματος.
Τα δεδομένα που συνελέχθησαν για τη Third National Health and Nutritional Examination Survey στις Ηνωμένες Πολιτείες, ανέφεραν ότι η αύξηση του διατροφικού καλίου συσχετίστηκε με σημαντικά χαμηλότερη αρτηριακή πίεση. Είναι γεγονός ότι η αρτηριακή πίεση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ισορροπία του νατρίου και του καλίου στο αίμα και η υψηλή πρόσληψη καλίου μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο τόσο στην πρόληψη, όσο και στον έλεγχο της υπέρτασης, ιδιαίτερα σε άτομα που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να περιορίσουν εύκολα την πρόσληψη νατρίου.
ΠΗΓΗ: iatronet.gr
Η έλλειψη του Κ οδηγεί σε υποκαλιαιμία, με συμπτώματα τα οποία περιλαμβάνουν ανορεξία, ναυτία, κοιλιακή διόγκωση, παραλυτικό ειλεό, μυϊκή αδυναμία, μειωμένα ή απόντα αντανακλαστικά, παράλυση, νωθρότητα, ερεθιστική συμπεριφορά, αναπνευστική ανεπάρκεια, πολυδιψία, πολυουρία και καρδιακές αρρυθμίες.
Επιδημιολογικές μελέτες έχουν αποδείξει την αντιστρόφως ανάλογη σχέση μεταξύ της πρόσληψης καλίου και της αρτηριακής πίεσης. Οι ερευνητές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η χαμηλή πρόσληψη καλίου μπορεί να είναι ένας από τους προδιαθεσικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην αύξηση της αρτηριακής πίεσης, ενώ αντίθετα η πρόσληψή του λειτουργεί ως «αντίβαρο» στην υπέρταση, η οποία αποτελεί ένα κύριο παράγοντα κινδύνου για εγκεφαλικό και έμφραγμα.
Πολλές πρόσφατες μελέτες έχουν αποδείξει ότι τα άτομα με υψηλή πρόσληψη καλίου έχουν χαμηλότερη αρτηριακή πίεση συγκριτικά με εκείνους που έχουν χαμηλή πρόσληψη καλίου. Χαμηλή πρόσληψη καλίου (κάτω από 40 meq / ημέρα) έχει σχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ή επιδείνωσης της υπέρτασης και αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου. Αναλύοντας εκ νέου 10 διατροφικές μελέτες που δημοσιεύθηκαν μεταξύ 1966 και 2009, και στις οποίες συμμετείχαν σχεδόν 280.000 ενήλικες, το συμπέρασμα ήταν ότι η συστηματική κατανάλωση τέτοιου είδους τροφίμων μειώνει κατά 21% τον κίνδυνο εγκεφαλικού και κατά 8% τον κίνδυνο εμφράγματος.
Τα δεδομένα που συνελέχθησαν για τη Third National Health and Nutritional Examination Survey στις Ηνωμένες Πολιτείες, ανέφεραν ότι η αύξηση του διατροφικού καλίου συσχετίστηκε με σημαντικά χαμηλότερη αρτηριακή πίεση. Είναι γεγονός ότι η αρτηριακή πίεση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ισορροπία του νατρίου και του καλίου στο αίμα και η υψηλή πρόσληψη καλίου μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο τόσο στην πρόληψη, όσο και στον έλεγχο της υπέρτασης, ιδιαίτερα σε άτομα που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να περιορίσουν εύκολα την πρόσληψη νατρίου.
ΠΗΓΗ: iatronet.gr