Σε αγώνα πιγκ πογκ, με μπαλάκι τους καταναλωτές, έχει εξελιχθεί η μάχη για τη συγκράτηση των τιμών βασικών καταναλωτικών προϊόντων που συνθέτουν το καλάθι του ελληνικού νοικοκυριού, μεταξύ του υπουργείου Οικονομικών από τη μία πλευρά και υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας από την άλλη.
Τελευταίος πόντος αυτός του αντιπροέδρου της κυβέρνησης και υπουργού Οικονομικών Ευάγγελου Βενιζέλου το Σαββατοκύριακο, ο οποίος αναφέρθηκε «στην ανάγκη ύπαρξης στη χώρα ενός αποτελεσματικού μηχανισμού παρακολούθησης και συμπίεσης των τιμών, ιδίως των τιμών που συγκροτούν το καλάθι του φτωχού και μεσαίου νοικοκυριού», αφήνοντας αιχμές για το αρμόδιο υπουργείο.
Των δηλώσεων του Ευάγγελου Βενιζέλου είχε προηγηθεί στα μέσα της εβδομάδας έρευνα σε 67 βασικά καταναλωτικά προϊόντα που διενεργήθηκε σε 7 χώρες, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα, για λογαριασμό του υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.
Κατά τη διάρκεια της παρουσίασης, στελέχη του υπουργείου είχαν αποδώσει τη διαφορά τιμών μεταξύ της Ελλάδας και των υπόλοιπων κρατών όπου διεξήχθη η έρευνα στις αυξήσεις του συντελεστή ΦΠΑ και ΕΦΚ (το μπαλάκι στο υπουργείο Οικονομικών και στην τρόικα), στις διεθνείς αυξήσεις των τιμών των πρώτων υλών, στις αυξήσεις των τιμών παραγωγού αλλά και στο κόστος μεταφοράς, αποθήκευσης - διανομής κ.ά.
Πάντως, από την ανάλυση των στοιχείων, στην πλειονότητα των προϊόντων της λίστας, η οποία αφορούσε προϊόντα που διακινούνται μέσω των αλυσίδων σούπερ μάρκετ, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ψαλίδα μεταξύ των τιμών στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες έξι αγορές παραμένει πάνω-κάτω ίδια, είτε συμπεριληφθεί ο ΦΠΑ είτε όχι.
Παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα ο ΦΠΑ είναι ο υψηλότερος, 13% στα τρόφιμα και 23% στα υπόλοιπα προϊόντα, όταν στη Γαλλία σε τρόφιμα και χυμούς είναι 5,5%, στο Ηνωμένο Βασίλειο 5%, στη Γερμανία 7%, στη Βουλγαρία 9%, στην Ιταλία 10% και στην Ισπανία 8%.
Ακόμη και το επιχείρημα της αύξησης των τιμών των πρώτων υλών επί της ουσίας δεν είναι ισχυρό, όχι γιατί δεν είναι γεγονός, αλλά γιατί τις ίδιες αυξήσεις αντιμετωπίζουν και οι υπόλοιπες αγορές στις οποίες πραγματοποιήθηκε η έρευνα.
Και στη μέση ο Έλληνας καταναλωτής...
Εν μέσω αυτού του... δίκαιου αγώνα συγκράτησης των τιμών, ο οποίος χρονολογείται από την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ, βρίσκεται ο Έλληνας καταναλωτής, ο οποίος παραμένει σε ρόλο θεατή, αδυνατώντας όλο και περισσότερο να αντεπεξέλθει στις καθημερινές του ανάγκες.
Μπορεί λοιπόν στην Ελλάδα η κρίση να έχει χτυπήσει κόκκινο, ο μισθός να έχει υποστεί μεγάλη μείωση και η αγοραστική δύναμη του μέσου Έλληνα καταναλωτή να έχει πέσει στο ναδίρ, ωστόσο η χώρα παραμένει από τις ακριβότερες: είναι η 4η πιο ακριβή μεταξύ των 7 κρατών που μετείχαν στην έρευνα προ και μετά του ΦΠΑ.
Φθηνότερες αγορές από την Ελλάδα είναι η Βουλγαρία, η Ισπανία και η Γερμανία και ακριβότερες η Ιταλία, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στο καλάθι των 67 προϊόντων μόλις 8 εξ αυτών είναι φθηνότερα από τις υπόλοιπες αγορές (ποσοστό 11,94%), ενώ ακριβότερα είναι 15, ήτοι ποσοστό 22,38%.
Υπό αυτές τις συνθήκες, και με δεδομένες τη μείωση στους μισθούς, τη βαθιά ύφεση και τις απανωτές έκτακτες εισφορές, κάθε άλλο παρά έκπληξη προκαλούν τα συμπεράσματα έρευνας της Boston Consulting Group (παρουσιάστηκε και αυτή την περασμένη εβδομάδα), σύμφωνα με τα οποία το 73% των Ελλήνων έχει αποδεχθεί πλήρως την ιδέα ότι θα πρέπει να καταναλώνει λιγότερο από ό,τι τα παλαιότερα χρόνια.
Εννέα στους 10 δήλωσαν ότι θα περικόψουν σημαντικά τα έξοδά τους σε προϊόντα που δεν είναι είδη πρώτης ανάγκης, ενώ 8 στους 10 (ποσοστό 78%) δήλωσαν ότι θα καταναλώνουν πιο συχνά από μαγαζιά που κάνουν εκπτώσεις.
Οπότε μάλλον από την πίεση που θα αισθανθούν οι εταιρείες αλλά και οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ από τους καταναλωτές θα προέλθει η όποια μείωση των τιμών και όχι τόσο από έναν μηχανισμό παρακολούθησης και συμπίεσής τους!
Μέχρι στιγμής, πάντως, οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ, εν αντιθέσει με το σύνολο της αγοράς, κρατάνε αντιστάσεις και μάλιστα ισχυρές. Ακόμη και η πτώση 3%-5%, η οποία εκτιμάται ότι καταγράφηκε την περασμένη χρονιά, είναι αμελητέα μπροστά στον Αρμαγεδώνα που έχουν αντιμετωπίσει άλλες κατηγορίες επαγγελματιών, όπως π.χ. οι αλυσίδες εστίασης, οι οποίες έχουν δεχθεί ανεπανόρθωτο πλήγμα από την αύξηση του ΦΠΑ στα προϊόντα που διακινούν.
Τελευταίος πόντος αυτός του αντιπροέδρου της κυβέρνησης και υπουργού Οικονομικών Ευάγγελου Βενιζέλου το Σαββατοκύριακο, ο οποίος αναφέρθηκε «στην ανάγκη ύπαρξης στη χώρα ενός αποτελεσματικού μηχανισμού παρακολούθησης και συμπίεσης των τιμών, ιδίως των τιμών που συγκροτούν το καλάθι του φτωχού και μεσαίου νοικοκυριού», αφήνοντας αιχμές για το αρμόδιο υπουργείο.
Των δηλώσεων του Ευάγγελου Βενιζέλου είχε προηγηθεί στα μέσα της εβδομάδας έρευνα σε 67 βασικά καταναλωτικά προϊόντα που διενεργήθηκε σε 7 χώρες, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα, για λογαριασμό του υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.
Κατά τη διάρκεια της παρουσίασης, στελέχη του υπουργείου είχαν αποδώσει τη διαφορά τιμών μεταξύ της Ελλάδας και των υπόλοιπων κρατών όπου διεξήχθη η έρευνα στις αυξήσεις του συντελεστή ΦΠΑ και ΕΦΚ (το μπαλάκι στο υπουργείο Οικονομικών και στην τρόικα), στις διεθνείς αυξήσεις των τιμών των πρώτων υλών, στις αυξήσεις των τιμών παραγωγού αλλά και στο κόστος μεταφοράς, αποθήκευσης - διανομής κ.ά.
Πάντως, από την ανάλυση των στοιχείων, στην πλειονότητα των προϊόντων της λίστας, η οποία αφορούσε προϊόντα που διακινούνται μέσω των αλυσίδων σούπερ μάρκετ, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ψαλίδα μεταξύ των τιμών στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες έξι αγορές παραμένει πάνω-κάτω ίδια, είτε συμπεριληφθεί ο ΦΠΑ είτε όχι.
Παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα ο ΦΠΑ είναι ο υψηλότερος, 13% στα τρόφιμα και 23% στα υπόλοιπα προϊόντα, όταν στη Γαλλία σε τρόφιμα και χυμούς είναι 5,5%, στο Ηνωμένο Βασίλειο 5%, στη Γερμανία 7%, στη Βουλγαρία 9%, στην Ιταλία 10% και στην Ισπανία 8%.
Ακόμη και το επιχείρημα της αύξησης των τιμών των πρώτων υλών επί της ουσίας δεν είναι ισχυρό, όχι γιατί δεν είναι γεγονός, αλλά γιατί τις ίδιες αυξήσεις αντιμετωπίζουν και οι υπόλοιπες αγορές στις οποίες πραγματοποιήθηκε η έρευνα.
Και στη μέση ο Έλληνας καταναλωτής...
Εν μέσω αυτού του... δίκαιου αγώνα συγκράτησης των τιμών, ο οποίος χρονολογείται από την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ, βρίσκεται ο Έλληνας καταναλωτής, ο οποίος παραμένει σε ρόλο θεατή, αδυνατώντας όλο και περισσότερο να αντεπεξέλθει στις καθημερινές του ανάγκες.
Μπορεί λοιπόν στην Ελλάδα η κρίση να έχει χτυπήσει κόκκινο, ο μισθός να έχει υποστεί μεγάλη μείωση και η αγοραστική δύναμη του μέσου Έλληνα καταναλωτή να έχει πέσει στο ναδίρ, ωστόσο η χώρα παραμένει από τις ακριβότερες: είναι η 4η πιο ακριβή μεταξύ των 7 κρατών που μετείχαν στην έρευνα προ και μετά του ΦΠΑ.
Φθηνότερες αγορές από την Ελλάδα είναι η Βουλγαρία, η Ισπανία και η Γερμανία και ακριβότερες η Ιταλία, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στο καλάθι των 67 προϊόντων μόλις 8 εξ αυτών είναι φθηνότερα από τις υπόλοιπες αγορές (ποσοστό 11,94%), ενώ ακριβότερα είναι 15, ήτοι ποσοστό 22,38%.
Υπό αυτές τις συνθήκες, και με δεδομένες τη μείωση στους μισθούς, τη βαθιά ύφεση και τις απανωτές έκτακτες εισφορές, κάθε άλλο παρά έκπληξη προκαλούν τα συμπεράσματα έρευνας της Boston Consulting Group (παρουσιάστηκε και αυτή την περασμένη εβδομάδα), σύμφωνα με τα οποία το 73% των Ελλήνων έχει αποδεχθεί πλήρως την ιδέα ότι θα πρέπει να καταναλώνει λιγότερο από ό,τι τα παλαιότερα χρόνια.
Εννέα στους 10 δήλωσαν ότι θα περικόψουν σημαντικά τα έξοδά τους σε προϊόντα που δεν είναι είδη πρώτης ανάγκης, ενώ 8 στους 10 (ποσοστό 78%) δήλωσαν ότι θα καταναλώνουν πιο συχνά από μαγαζιά που κάνουν εκπτώσεις.
Οπότε μάλλον από την πίεση που θα αισθανθούν οι εταιρείες αλλά και οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ από τους καταναλωτές θα προέλθει η όποια μείωση των τιμών και όχι τόσο από έναν μηχανισμό παρακολούθησης και συμπίεσής τους!
Μέχρι στιγμής, πάντως, οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ, εν αντιθέσει με το σύνολο της αγοράς, κρατάνε αντιστάσεις και μάλιστα ισχυρές. Ακόμη και η πτώση 3%-5%, η οποία εκτιμάται ότι καταγράφηκε την περασμένη χρονιά, είναι αμελητέα μπροστά στον Αρμαγεδώνα που έχουν αντιμετωπίσει άλλες κατηγορίες επαγγελματιών, όπως π.χ. οι αλυσίδες εστίασης, οι οποίες έχουν δεχθεί ανεπανόρθωτο πλήγμα από την αύξηση του ΦΠΑ στα προϊόντα που διακινούν.