Για τους επιστήμονες, η διάσωση του Τζον και του Νικήτα αποτελεί την επιτυχή κατάληξη ενός καινοτόμου προγράμματος που περιελάμβανε τη συμμετοχή διεθνών ερευνητικών ινστιτούτων και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στα ευρωπαϊκά χρονικά. Για τους εθελοντές του Αρκτούρου, όμως, πρόκειται για μια συγκινητική και απόλυτα προσωπική ιστορία που διήρκησε εννέα ολόκληρους μήνες, για να γνωρίσει μια αναπάντεχα θετική κατάληξη. Τα δύο ορφανά και αβοήθητα αρκουδάκια εντοπίστηκαν τον περασμένο Απρίλιο, σε ηλικία μόλις δύο μηνών, στα αφιλόξενα πυκνά δάση της Πίνδου, έχοντας στην ουσία μηδαμινές πιθανότητες να επιβιώσουν. Την περασμένη εβδομάδα κατάφεραν να επιστρέψουν στο φυσικό τους περιβάλλον ως δύο νεαρές αλλά στιβαρές αρκούδες που υπερβαίνουν σε βάρος τα 50 κιλά και έχουν κάθε ικανότητα να εντοπίσουν μόνες τους την τροφή τους!
«Οταν βρήκαμε τον Τζον στην ορεινή περιοχή της Φλώρινας ζύγιζε μόλις 8 κιλά, έκλαιγε γοερά και αρνείτο πεισματικά να δεχθεί τροφή. Μία εβδομάδα μετά, μας ειδοποίησαν από το Περτούλι Τρικάλων για τον εντοπισμό και του Νικήτα, που ήταν ακόμα πιο αδύναμος και ιδιαίτερα φοβισμένος», λέει ο Αλέξανδρος Καραμανλίδης, επιστημονικός υπεύθυνος του Αρκτούρου. «Φαίνεται πως και τα δύο αρκουδάκια έχασαν τις μητέρες τους. Ωστόσο, ήταν τυχερά μέσα στην ατυχία τους καθώς ήταν συνομίληκα, κάτι που μας έδωσε την ευκαιρία να τα μεγαλώσουμε μαζί και να εφαρμόσουμε για πρώτη φορά ένα πρόγραμμα φυσικής ανατροφής», επισημαίνει ο ερευνητής βιολόγος.
Με σωστή ανατροφή
Η ανατροφή του Τζον και του Νικήτα έγινε στο Κέντρο Επανένταξης του Αρκτούρου στην Αγραπιδιά της Φλώρινας. Πρόκειται για μία δασική έκταση 10 στρεμμάτων που είναι εξοπλισμένη με κάμερες και διαχωρίζεται από το φυσικό περιβάλλον μόνο από μία συρμάτινη περίφραξη. Οταν αποφασίστηκε ότι τα αρκουδάκια θα μεγαλώσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορέσουν κάποια στιγμή να επανενταχθούν στη φύση, οι άνθρωποι του Αρκτούρου ζήτησαν τη συμβολή της Παγκόσμιας Ενωσης για τη Μελέτη και την Προστασία της Αρκούδας, καθώς και του τμήματος Κτηνιατρικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. «Αν ένα άγριο ζώο -όπως η αρκούδα- μεγαλώσει στην αιχμαλωσία, είναι εξαιρετικά δύσκολο έως και απίθανο να επιστρέψει στη φύση, καθώς δεν θα καταφέρει να επιβιώσει. Αυτό που κάναμε στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν να μιμηθούμε την ίδια τη φύση», λέει η Νατάσα Κομνηνού, καθηγήτρια Κτηνιατρικής του ΑΠΘ. Η εφαρμογή του προγράμματος περιελάμβανε τη στενή τους παρακολούθηση καθώς και αυστηρά χρονοδιαγράμματα, ακόμα και εργαστηριακές συνταγές για την τροφή τους. Στο ίδιο πλαίσιο, η επαφή του Τζον και του Νικήτα με τους ανθρώπους, περιορίστηκε αυστηρά σε δύο άτομα, τον 27χρονο φροντιστή του Αρκτούρου Κώστα Στεφανίδη και τη συνομήλική του ξεναγό Μελίνα Αυγερινού.
«Οταν μας τα έφεραν, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από δύο μωρά που έκλαιγαν συνέχεια και τα οποία έπρεπε να ταΐζουμε με μπιμπερό. Τους πρώτους μήνες, περνούσαμε μαζί τους έως και 10 ώρες το 24ωρο», λέει η Μελίνα, που κάθε μέρα αποκόμιζε αρκετά... παράσημα από τη συνύπαρξή της με τα αρκουδάκια. «Μόλις δυνάμωσαν λίγο, έγιναν πολύ δραστήρια και παιχνιδιάρικα. Ηταν σαν να παίζεις με ένα κουταβάκι, μόνο που... πόναγε πολύ περισσότερο! Η δύναμη της αρκούδας είναι απεριόριστη, κάθε μέρα φεύγαμε με μελανιές και δαγκώματα, παρά τα προστατευτικά που φορούσαμε».
Με την πάροδο του χρόνου ο περιορισμός της επαφής με τους ανθρώπους έγινε αναγκαίος. «Στην αρχή κρύβαμε το φαγητό τους σε διάφορα σημεία για να τα αναγκάσουμε να το βρουν μόνα τους και φεύγαμε γρήγορα. Τα αρκουδάκια μάς ακολουθούσαν μέχρι την έξοδο αποζητώντας το παιχνίδι, εμείς όμως έπρεπε να τα εγκαταλείψουμε», προσθέτει η «θετή μητέρα» του Τζον και του Νικήτα, εξηγώντας όμως πως μέχρι το φθινόπωρο η διαδικασία εγκατάλειψης είχε γίνει αρκετά ευκολότερη. «Από κάποια στιγμή κι έπειτα, άρχισαν να μας αντιμετωπίζουν εχθρικά, μας γρύλιζαν και επιθυμούσαν να κρατήσουν αποστάσεις».
Η στιγμή της απελευθέρωσης
Η τελευταία φορά που τα αρκουδάκια ήρθαν σε επαφή με τους «γονείς» τους ήταν για να ναρκωθούν και να οδηγηθούν ξανά σε μια φυσική φωλιά στην Πίνδο. Ο Τζον και ο Νικήτας έχουν δημιουργήσει τη δική τους οικογένεια, αναπτύσσοντας μια συντροφικότητα που θα τους βοηθήσει να επιβιώσουν μέχρι να ενηλικιωθούν.
«Στις δύο αρκούδες έχουν τοποθετηθεί ειδικά κολάρα για να μπορέσουμε να επέμβουμε σε περίπτωση που αντιμετωπίσουν πρόβλημα, κάτι που δεν πιστεύω ότι πρόκειται να γίνει διότι είναι ήδη αρκετά δυνατές. Ηδη βέβαια, η επιστροφή τους στη φύση είναι ένα μοναδικό επίτευγμα για ολόκληρη την Ευρώπη, το οποίο θέτει νέα δεδομένα για την επιστήμη μας», καταλήγει η Νατάσα Κομνηνού.
real.gr
«Οταν βρήκαμε τον Τζον στην ορεινή περιοχή της Φλώρινας ζύγιζε μόλις 8 κιλά, έκλαιγε γοερά και αρνείτο πεισματικά να δεχθεί τροφή. Μία εβδομάδα μετά, μας ειδοποίησαν από το Περτούλι Τρικάλων για τον εντοπισμό και του Νικήτα, που ήταν ακόμα πιο αδύναμος και ιδιαίτερα φοβισμένος», λέει ο Αλέξανδρος Καραμανλίδης, επιστημονικός υπεύθυνος του Αρκτούρου. «Φαίνεται πως και τα δύο αρκουδάκια έχασαν τις μητέρες τους. Ωστόσο, ήταν τυχερά μέσα στην ατυχία τους καθώς ήταν συνομίληκα, κάτι που μας έδωσε την ευκαιρία να τα μεγαλώσουμε μαζί και να εφαρμόσουμε για πρώτη φορά ένα πρόγραμμα φυσικής ανατροφής», επισημαίνει ο ερευνητής βιολόγος.
Με σωστή ανατροφή
Η ανατροφή του Τζον και του Νικήτα έγινε στο Κέντρο Επανένταξης του Αρκτούρου στην Αγραπιδιά της Φλώρινας. Πρόκειται για μία δασική έκταση 10 στρεμμάτων που είναι εξοπλισμένη με κάμερες και διαχωρίζεται από το φυσικό περιβάλλον μόνο από μία συρμάτινη περίφραξη. Οταν αποφασίστηκε ότι τα αρκουδάκια θα μεγαλώσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορέσουν κάποια στιγμή να επανενταχθούν στη φύση, οι άνθρωποι του Αρκτούρου ζήτησαν τη συμβολή της Παγκόσμιας Ενωσης για τη Μελέτη και την Προστασία της Αρκούδας, καθώς και του τμήματος Κτηνιατρικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. «Αν ένα άγριο ζώο -όπως η αρκούδα- μεγαλώσει στην αιχμαλωσία, είναι εξαιρετικά δύσκολο έως και απίθανο να επιστρέψει στη φύση, καθώς δεν θα καταφέρει να επιβιώσει. Αυτό που κάναμε στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν να μιμηθούμε την ίδια τη φύση», λέει η Νατάσα Κομνηνού, καθηγήτρια Κτηνιατρικής του ΑΠΘ. Η εφαρμογή του προγράμματος περιελάμβανε τη στενή τους παρακολούθηση καθώς και αυστηρά χρονοδιαγράμματα, ακόμα και εργαστηριακές συνταγές για την τροφή τους. Στο ίδιο πλαίσιο, η επαφή του Τζον και του Νικήτα με τους ανθρώπους, περιορίστηκε αυστηρά σε δύο άτομα, τον 27χρονο φροντιστή του Αρκτούρου Κώστα Στεφανίδη και τη συνομήλική του ξεναγό Μελίνα Αυγερινού.
«Οταν μας τα έφεραν, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από δύο μωρά που έκλαιγαν συνέχεια και τα οποία έπρεπε να ταΐζουμε με μπιμπερό. Τους πρώτους μήνες, περνούσαμε μαζί τους έως και 10 ώρες το 24ωρο», λέει η Μελίνα, που κάθε μέρα αποκόμιζε αρκετά... παράσημα από τη συνύπαρξή της με τα αρκουδάκια. «Μόλις δυνάμωσαν λίγο, έγιναν πολύ δραστήρια και παιχνιδιάρικα. Ηταν σαν να παίζεις με ένα κουταβάκι, μόνο που... πόναγε πολύ περισσότερο! Η δύναμη της αρκούδας είναι απεριόριστη, κάθε μέρα φεύγαμε με μελανιές και δαγκώματα, παρά τα προστατευτικά που φορούσαμε».
Με την πάροδο του χρόνου ο περιορισμός της επαφής με τους ανθρώπους έγινε αναγκαίος. «Στην αρχή κρύβαμε το φαγητό τους σε διάφορα σημεία για να τα αναγκάσουμε να το βρουν μόνα τους και φεύγαμε γρήγορα. Τα αρκουδάκια μάς ακολουθούσαν μέχρι την έξοδο αποζητώντας το παιχνίδι, εμείς όμως έπρεπε να τα εγκαταλείψουμε», προσθέτει η «θετή μητέρα» του Τζον και του Νικήτα, εξηγώντας όμως πως μέχρι το φθινόπωρο η διαδικασία εγκατάλειψης είχε γίνει αρκετά ευκολότερη. «Από κάποια στιγμή κι έπειτα, άρχισαν να μας αντιμετωπίζουν εχθρικά, μας γρύλιζαν και επιθυμούσαν να κρατήσουν αποστάσεις».
Η στιγμή της απελευθέρωσης
Η τελευταία φορά που τα αρκουδάκια ήρθαν σε επαφή με τους «γονείς» τους ήταν για να ναρκωθούν και να οδηγηθούν ξανά σε μια φυσική φωλιά στην Πίνδο. Ο Τζον και ο Νικήτας έχουν δημιουργήσει τη δική τους οικογένεια, αναπτύσσοντας μια συντροφικότητα που θα τους βοηθήσει να επιβιώσουν μέχρι να ενηλικιωθούν.
«Στις δύο αρκούδες έχουν τοποθετηθεί ειδικά κολάρα για να μπορέσουμε να επέμβουμε σε περίπτωση που αντιμετωπίσουν πρόβλημα, κάτι που δεν πιστεύω ότι πρόκειται να γίνει διότι είναι ήδη αρκετά δυνατές. Ηδη βέβαια, η επιστροφή τους στη φύση είναι ένα μοναδικό επίτευγμα για ολόκληρη την Ευρώπη, το οποίο θέτει νέα δεδομένα για την επιστήμη μας», καταλήγει η Νατάσα Κομνηνού.
real.gr