Οι άνθρωποι που χωρίζουν σε πιο μικρή ηλικία, κινδυνεύουν με μεγαλύτερα προβλήματα υγείας σε σχέση με όσους παίρνουν διαζύγιο σε πιο μεγάλη ηλικία, σύμφωνα με νέα αμερικανική έρευνα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια κοινωνιολογίας Χούι Λίου του πολιτειακού πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό κοινωνικής επιστήμης και ιατρικής «Social Science & Medicine», ανέλυσαν τις περιπτώσεις περίπου 1.300 ατόμων και συσχέτισαν την κατάσταση της υγείας τους με την κατάσταση του γάμου τους.
Η έρευνα έδειξε ότι όσοι χωρίζουν σε ηλικία 35 έως 41 ετών, έχουν περισσότερα προβλήματα υγείας, σε σχέση με όσους χωρίζουν σε ηλικία 44 έως 50 ετών.
Η διαπίστωση αυτή προκάλεσε έκπληξη στους ερευνητές, που περίμεναν ότι οι νεαρότεροι θα είχαν μεγαλύτερες ψυχικές και σωματικές αντοχές.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι που παίρνουν διαζύγιο, έχουν περισσότερες εμπειρίες και ικανότητες, έτσι ώστε να τα βγάλουν πέρα με το σοκ του χωρισμού, ενώ οι μικρότεροι είναι πιο απροετοίμαστοι και υποφέρουν πιο πολύ, με συνέπεια να φθείρουν περισσότερο και την υγεία τους λόγω του αυξημένου στρες που νιώθουν.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι χωρισμένοι νεώτερης ηλικίας χρειάζονται περισσότερη κοινωνική, ψυχολογική και οικογενειακή στήριξη σε περίπτωση διαζυγίου, σε σχέση με τους πιο ώριμους διαζευγμένους, είτε με τη μορφή επίσημης συμβουλευτικής υποστήριξης, είτε άτυπης.
Μια πιθανή αιτία για την μικρότερη επίπτωση του διαζυγίου στις μεγαλύτερες ηλικίες, σύμφωνα με τη Λίου, είναι ότι ίσως σε αρκετά ζευγάρια που έχουν μείνει παντρεμένα επί πολλά χρόνια, ο γάμος αποτελεί μεγαλύτερο ψυχικό βάρος κι έτσι, όταν χωρίζουν, αισθάνονται μεγαλύτερη ανακούφιση που έμειναν μόνοι, σε σχέση με τους πιο νέους.
Η έρευνα πάντως διαπίστωσε ότι γενικότερα όσοι χωρίζουν, βιώνουν ταχύτερη επιδείνωση της υγείας τους σε σχέση με όσους μένουν παντρεμένοι, κάτι που επιβεβαιώνει ανάλογα ευρήματα προηγουμένων μελετών όσον αφορά το όφελος του γάμου για την υγεία.
Από την άλλη, όσοι ήταν για πολλά χρόνια ήδη χωρισμένοι, δεν παρουσίασαν -στο χρονικό διάστημα της έρευνας- χειροτέρευση της υγείας τους μεγαλύτερη από ό,τι οι παντρεμένοι, κάτι που δείχνει ότι το πρόβλημα για την υγεία παρατηρείται κυρίως κατά την μεταβατική περίοδο από το γάμο στο διαζύγιο, η οποία προκαλεί το μεγαλύτερο άγχος.
Όταν πια ένας άνθρωπος προσαρμοστεί στο νέο καθεστώς του χωρισμένου, τότε η υγεία του τείνει να σταθεροποιείται.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια κοινωνιολογίας Χούι Λίου του πολιτειακού πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό κοινωνικής επιστήμης και ιατρικής «Social Science & Medicine», ανέλυσαν τις περιπτώσεις περίπου 1.300 ατόμων και συσχέτισαν την κατάσταση της υγείας τους με την κατάσταση του γάμου τους.
Η έρευνα έδειξε ότι όσοι χωρίζουν σε ηλικία 35 έως 41 ετών, έχουν περισσότερα προβλήματα υγείας, σε σχέση με όσους χωρίζουν σε ηλικία 44 έως 50 ετών.
Η διαπίστωση αυτή προκάλεσε έκπληξη στους ερευνητές, που περίμεναν ότι οι νεαρότεροι θα είχαν μεγαλύτερες ψυχικές και σωματικές αντοχές.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι που παίρνουν διαζύγιο, έχουν περισσότερες εμπειρίες και ικανότητες, έτσι ώστε να τα βγάλουν πέρα με το σοκ του χωρισμού, ενώ οι μικρότεροι είναι πιο απροετοίμαστοι και υποφέρουν πιο πολύ, με συνέπεια να φθείρουν περισσότερο και την υγεία τους λόγω του αυξημένου στρες που νιώθουν.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι χωρισμένοι νεώτερης ηλικίας χρειάζονται περισσότερη κοινωνική, ψυχολογική και οικογενειακή στήριξη σε περίπτωση διαζυγίου, σε σχέση με τους πιο ώριμους διαζευγμένους, είτε με τη μορφή επίσημης συμβουλευτικής υποστήριξης, είτε άτυπης.
Μια πιθανή αιτία για την μικρότερη επίπτωση του διαζυγίου στις μεγαλύτερες ηλικίες, σύμφωνα με τη Λίου, είναι ότι ίσως σε αρκετά ζευγάρια που έχουν μείνει παντρεμένα επί πολλά χρόνια, ο γάμος αποτελεί μεγαλύτερο ψυχικό βάρος κι έτσι, όταν χωρίζουν, αισθάνονται μεγαλύτερη ανακούφιση που έμειναν μόνοι, σε σχέση με τους πιο νέους.
Η έρευνα πάντως διαπίστωσε ότι γενικότερα όσοι χωρίζουν, βιώνουν ταχύτερη επιδείνωση της υγείας τους σε σχέση με όσους μένουν παντρεμένοι, κάτι που επιβεβαιώνει ανάλογα ευρήματα προηγουμένων μελετών όσον αφορά το όφελος του γάμου για την υγεία.
Από την άλλη, όσοι ήταν για πολλά χρόνια ήδη χωρισμένοι, δεν παρουσίασαν -στο χρονικό διάστημα της έρευνας- χειροτέρευση της υγείας τους μεγαλύτερη από ό,τι οι παντρεμένοι, κάτι που δείχνει ότι το πρόβλημα για την υγεία παρατηρείται κυρίως κατά την μεταβατική περίοδο από το γάμο στο διαζύγιο, η οποία προκαλεί το μεγαλύτερο άγχος.
Όταν πια ένας άνθρωπος προσαρμοστεί στο νέο καθεστώς του χωρισμένου, τότε η υγεία του τείνει να σταθεροποιείται.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ