Καλά νέα για όσους λατρεύουν το τσάι. Μία νέα μελέτη αποκαλύπτει ότι τρία φλιτζάνια την ημέρα μπορούν να ελαττώσουν και την «μικρή» και την «μεγάλη» πίεση.
Τα ευρήματα ισχύουν για όσους πίνουν μαύρο τσάι και μάλιστα σκέτο – οι ερευνητές διευκρινίζουν πως δεν ξέρουν εάν ισχύουν και για το πράσινο ή για το τσάι με γάλα, διότι οι εθελοντές τους δεν έπιναν αυτές τις μορφές τσαγιού.
Το τσάι αποτελεί το δεύτερο δημοφιλέστερο ρόφημα παγκοσμίως (πρώτο είναι ο καφές). Είναι πλούσιο σε πολυφαινόλες, μία ομάδα αντιοξειδωτικών ουσιών οι οποίες έχει διαπιστωθεί ότι εμποδίζουν την ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων.
Μελέτη του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, εξάλλου, έχει δείξει ότι το ρόφημα μπορεί να διεγείρει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, ενώ αρκετές μελέτες έχουν δείξει πως κάνει καλό στην υγεία της καρδιάς.
Η νέα μελέτη, που πραγματοποιήθηκε από επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Δυτικής Αυστραλίας, προσθέτει στα δυνητικά οφέλη του και την ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης.
«Υπάρχουν ήδη πολλά στοιχεία ότι το τσάι ωφελεί την υγεία της καρδιάς, αλλά αυτή η ανακάλυψη είναι σημαντική, διότι αποκαλύπτει συσχέτιση ανάμεσα στο τσάι και σε έναν σημαντικό παράγοντα κινδύνου για στεφανιαία νόσο», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Τζόναθαν Χόντσον, καθηγητής στο πανεπιστήμιο.
Η αρτηριακή πίεση μετριέται με δύο αριθμούς. Ο μεγαλύτερος αντιπροσωπεύει την συστολική πίεση και μετρά την πίεση όταν η καρδιά πάλλεται για να ωθήσει αίμα σε όλο το σώμα. Ο μικρότερος αριθμός είναι η διαστολική πίεση, που αντιπροσωπεύει την πίεση στις αρτηρίες ανάμεσα σε δύο παλμούς, όταν η καρδιά αναπαύεται.
Και οι δύο μετρήσεις εκφράζονται σε χιλιοστά της στήλης υδραργύρου (mmHg).
Στη μελέτη, συμμετείχαν 95 εθελοντές ηλικίας 35 έως 75 ετών, άλλοι εκ των οποίων έπιναν καθημερινά και επί έξι μήνες τρία φλιτζάνια σκέτο μαύρο τσάι και οι υπόλοιποι ένα ρόφημα που έμοιαζε με τσάι αλλά δεν ήταν.
Όσοι έπιναν το τσάι παρουσίασαν μείωση και της συστολικής και της διαστολικής πίεσής τους κατά 2 έως 3 mmHg– μία μείωση που εάν επιτυγχανόταν σε ολόκληρο πληθυσμό των ατόμων που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο υπέρτασης (επειδή λ.χ. είναι παχύσαρκοι) θα σήμαινε 10% λιγότερα κρούσματα υπέρτασης και καρδιοπάθειας, κατά τους ερευνητές.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Archives of Internal Medicine».
Τα ευρήματα ισχύουν για όσους πίνουν μαύρο τσάι και μάλιστα σκέτο – οι ερευνητές διευκρινίζουν πως δεν ξέρουν εάν ισχύουν και για το πράσινο ή για το τσάι με γάλα, διότι οι εθελοντές τους δεν έπιναν αυτές τις μορφές τσαγιού.
Το τσάι αποτελεί το δεύτερο δημοφιλέστερο ρόφημα παγκοσμίως (πρώτο είναι ο καφές). Είναι πλούσιο σε πολυφαινόλες, μία ομάδα αντιοξειδωτικών ουσιών οι οποίες έχει διαπιστωθεί ότι εμποδίζουν την ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων.
Μελέτη του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, εξάλλου, έχει δείξει ότι το ρόφημα μπορεί να διεγείρει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, ενώ αρκετές μελέτες έχουν δείξει πως κάνει καλό στην υγεία της καρδιάς.
Η νέα μελέτη, που πραγματοποιήθηκε από επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Δυτικής Αυστραλίας, προσθέτει στα δυνητικά οφέλη του και την ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης.
«Υπάρχουν ήδη πολλά στοιχεία ότι το τσάι ωφελεί την υγεία της καρδιάς, αλλά αυτή η ανακάλυψη είναι σημαντική, διότι αποκαλύπτει συσχέτιση ανάμεσα στο τσάι και σε έναν σημαντικό παράγοντα κινδύνου για στεφανιαία νόσο», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Τζόναθαν Χόντσον, καθηγητής στο πανεπιστήμιο.
Η αρτηριακή πίεση μετριέται με δύο αριθμούς. Ο μεγαλύτερος αντιπροσωπεύει την συστολική πίεση και μετρά την πίεση όταν η καρδιά πάλλεται για να ωθήσει αίμα σε όλο το σώμα. Ο μικρότερος αριθμός είναι η διαστολική πίεση, που αντιπροσωπεύει την πίεση στις αρτηρίες ανάμεσα σε δύο παλμούς, όταν η καρδιά αναπαύεται.
Και οι δύο μετρήσεις εκφράζονται σε χιλιοστά της στήλης υδραργύρου (mmHg).
Στη μελέτη, συμμετείχαν 95 εθελοντές ηλικίας 35 έως 75 ετών, άλλοι εκ των οποίων έπιναν καθημερινά και επί έξι μήνες τρία φλιτζάνια σκέτο μαύρο τσάι και οι υπόλοιποι ένα ρόφημα που έμοιαζε με τσάι αλλά δεν ήταν.
Όσοι έπιναν το τσάι παρουσίασαν μείωση και της συστολικής και της διαστολικής πίεσής τους κατά 2 έως 3 mmHg– μία μείωση που εάν επιτυγχανόταν σε ολόκληρο πληθυσμό των ατόμων που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο υπέρτασης (επειδή λ.χ. είναι παχύσαρκοι) θα σήμαινε 10% λιγότερα κρούσματα υπέρτασης και καρδιοπάθειας, κατά τους ερευνητές.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Archives of Internal Medicine».
real.gr