Βουλευτή Ηλείας
της Δημοκρατικής Συμμαχίας
Από την επομένη των τελευταίων εκλογών, ή εν πάσει περιπτώσει όταν διαπιστώθηκε και ελέχθη δημοσίως το μέγεθος του οικονομικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, το εύλογο ερώτημα «ποιος φταίει;», κυριαρχεί στη σκέψη και στα χείλη όλων των Ελλήνων.
Μέχρι σήμερα κανένας πολιτικός δεν έδωσε πειστική απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Αντίθετα, το ένα κόμμα επιρρίπτει τις ευθύνες στο άλλο προκαλώντας την απέχθεια του λαού, αφού έτσι οι πολιτικοί δείχνουμε ότι δεν έχουμε κατανοήσει τις ευθύνες μας.
Μοιραία λοιπόν, μπροστά σε αυτήν την κατάσταση ο λαός αποδοκιμάζει συλλήβδην τους πολιτικούς τους οποίους θεωρεί συνολικά υπεύθυνους για τη σημερινή οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα. Και όχι μόνον αυτούς που άσκησαν κάποια στιγμή καθ' οιονδήποτε τρόπο εξουσία, αλλά όλους, ακόμα και εκείνους που δεν κυβέρνησαν ποτέ, ακόμα και τους νεοεκλεγμένους, εκείνους δηλαδή που δεν έχουν συμπληρώσει διετία στο Κοινοβούλιο.
Και ίσως να έχουμε καταγεγραμμένες δημόσιες συγγνώμες όπως αυτή της κυρίας Ντόρας Μπακογιάννη η οποία είχε το θάρρος να ζητήσει συγγνώμη για όσα δεν έκανε, αν και η ίδια δεν άσκησε οικονομική αλλά εξωτερική πολιτική, όμως κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει πει με ειλικρίνεια στο λαό ποιοι ευθύνονται για την τραγωδία που βιώνει η πατρίδα μας.
Ένα αντίστοιχο ερώτημα «τις πταίει;», διατύπωσε στις 29 Ιουνίου 1874, στην εφημερίδα «Καιροί», ο Χαρίλαος Τρικούπης. Τότε ο μεγάλος αυτός πολιτικός άνδρας ζητούσε το αυτονόητο, το λογικό, την εφαρμογή της αρχής της δεδηλωμένης, δηλαδή η Κυβέρνηση να σχηματίζεται από το κόμμα που έχει την πλειοψηφία, και όχι από αυτό που αρέσει στον εκάστοτε μονάρχη.
Η αρχή της δεδηλωμένης καθιερώθηκε γιατί αυτό επέβαλε η λογική. Και η απλή, η κοινή λογική είναι κάτι το φυσιολογικό, όπως επί παραδείγματι ότι ο ήλιος βγαίνει από την ανατολή και δύει στη δύση.
Ωστόσο το ποιος φταίει έρχεται σε δεύτερη μοίρα αφού, πλέον, το κυρίαρχο ερώτημα είναι «τι πρέπει να γίνει για να βγει η χώρα από το σημερινό αδιέξοδο;».
Ανεξάρτητα λοιπόν από το ποιος φταίει για τη σημερινή κατάσταση, η νεοελληνική τραγωδία που βιώνουμε γίνεται ακόμα πιο οδυνηρή από το γεγονός ότι δεν εφαρμόζεται το λογικό, το αυτονόητο. Και ποιο είναι το αυτονόητο σε τέτοιου είδους κρίσεις; Ότι οι έχοντες την ευθύνη της διοίκησης και των αποφάσεων, σε εκτελεστικό και νομοθετικό επίπεδο, οφείλουν να συνεννοηθούν για το πώς θα οδηγηθεί η χώρα έξω από την κρίση.
Αυτό λοιπόν που μοιάζει αυτονόητο, να υπάρξει ένα μίνιμουμ εθνικής συνεννόησης για έξοδο από την κρίση, δεν μπορούν ή δεν θέλουν να το κατανοήσουν οι πολιτικές ηγεσίες, προφανώς γιατί πάνω από το εθνικό θέτουν το κομματικό συμφέρον.
Από τη στιγμή όμως που συμβαίνει αυτό, είναι χρέος και των 300 να αναλάβουμε τις ευθύνες μας απέναντι στην πατρίδα και να τιμήσουμε τον όρκο που έχουμε δώσει, ότι δηλαδή θα εφαρμόζουμε τους νόμους, θα τηρούμε το Σύνταγμα και θα εργαζόμαστε για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του λαού και της πατρίδας μας.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν το έχουμε πράξει.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα πρυτανεύει η κομματική και όχι η εθνική λογική. Και αν κάποιος βουλευτής κινηθεί ή ψηφίσει με βάση αυτά που του υπαγορεύει η συνείδησή του (άσχετα αν είναι σωστό ή όχι), θα βρεθεί εκτός κόμματος, δηλαδή εκτός Βουλής στις επόμενες εκλογές, αφού αν και βουλευτές, δεν βουλευόμεθα ελεύθερα.
Δικαιολογημένα λοιπόν ο λαός αγανακτεί και στρέφεται εναντίον του συνόλου των βουλευτών.
Δικαιολογημένα, αν και είναι επικίνδυνο και άδικο, λειτουργεί με ισοπεδωτική λογική, μας βάζει όλους –φταίχτες και μη- «στο ίδιο τσουβάλι», και «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά».
Τότε λοιπόν η συνείδηση όλων όσων θεωρούμε τους εαυτούς μας καθαρούς επαναστατεί. Νιώθουμε αδικημένοι. Κάποιοι νιώθουμε οργή όταν μας αποκαλούν συλλήβδην «κλέφτες», τη στιγμή μάλιστα που κάποιοι εξ ημών δεν μπορούμε να ζήσουμε τις οικογένειές μας.
Αλλά μήπως όντως είμαστε όλοι «κλέφτες»; Κλέφτες της ζωής και του μέλλοντος των νέων της πατρίδας μας. Συνένοχοι γιατί ανεχθήκαμε όσα γινόντουσαν τόσα χρόνια. Συνένοχοι και σήμερα γιατί δεν επαναστατούμε για να επιβάλουμε ως ελεύθεροι βουλευτές –με δική μας και όχι κομματική βούληση- αυτό που ο λαός θα επιβάλει, ούτως ή άλλως, μετά τις επόμενες εκλογές: Την εθνική συνεννόηση.
Περιδιαβαίνουμε στους διαδρόμους της Βουλής , συναντιόμαστε παρέες – παρέες, διαπιστώνουμε τα προβλήματα, βλέπουμε τις λύσεις τους, αλλά δεν τολμούμε να αναλάβουμε πρωτοβουλίες, φοβούμενοι ότι ο κομματικός πέλεκυς θα πέσει επί των κεφαλών μας και ότι τελικά το σύστημα θα μας αφήσει εκτός Βουλής στις επόμενες εκλογές. Και δεν σκεφτόμαστε ότι ο λαός, στο σύνολό του, αυτό το σύστημα που ευθύνεται, κατά κύριο λόγο, για τη σημερινή κατάσταση, θέλει να ανατρέψει. Δεν καταλαβαίνουμε ότι αυτό το σύστημα το πιθανότερο δεν θα υπάρχει σε λίγο, επομένως δεν έχουμε κανέναν λόγο να το φοβόμαστε, να το υπερασπιζόμαστε και να το υπηρετούμε.
Στεκόμαστε Βουλευτές άβουλοι και αναρωτιόμαστε κι εμείς αν φταίει «το κεφάλι το κακό μας» ή «ο θεός που μας μισεί». Και όπως λέει ο Κωστής Βάρναλης:
«"ποιος φταίει; Ποιος φταίει;''... κανένα στόμα
δεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα.
Έτσι, στην σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει, μας πατεί:
δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα!
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!»
Και δεν μπορούμε να καταλάβουμε ότι αυτό το «θάμα» είμαστε εμείς οι ίδιοι.
Εμείς, που ο λαός μας εμπιστεύθηκε και μας ανέδειξε στη θέση που βρισκόμαστε.
Εμείς, οι 300, που αν λειτουργήσουμε ελεύθερα ως βουλευτές και όχι ως διεκπεραιωτές των επιθυμιών του εκάστοτε αρχηγού, μπορούμε από μοιραίοι να αναδειχθούμε σε λυτρωτές της πατρίδας.
Εμείς, που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε ότι στην πολιτική ό,τι δεν είναι ελεύθερο πεθαίνει...
Μοιραία λοιπόν, μπροστά σε αυτήν την κατάσταση ο λαός αποδοκιμάζει συλλήβδην τους πολιτικούς τους οποίους θεωρεί συνολικά υπεύθυνους για τη σημερινή οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα. Και όχι μόνον αυτούς που άσκησαν κάποια στιγμή καθ' οιονδήποτε τρόπο εξουσία, αλλά όλους, ακόμα και εκείνους που δεν κυβέρνησαν ποτέ, ακόμα και τους νεοεκλεγμένους, εκείνους δηλαδή που δεν έχουν συμπληρώσει διετία στο Κοινοβούλιο.
Και ίσως να έχουμε καταγεγραμμένες δημόσιες συγγνώμες όπως αυτή της κυρίας Ντόρας Μπακογιάννη η οποία είχε το θάρρος να ζητήσει συγγνώμη για όσα δεν έκανε, αν και η ίδια δεν άσκησε οικονομική αλλά εξωτερική πολιτική, όμως κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει πει με ειλικρίνεια στο λαό ποιοι ευθύνονται για την τραγωδία που βιώνει η πατρίδα μας.
Ένα αντίστοιχο ερώτημα «τις πταίει;», διατύπωσε στις 29 Ιουνίου 1874, στην εφημερίδα «Καιροί», ο Χαρίλαος Τρικούπης. Τότε ο μεγάλος αυτός πολιτικός άνδρας ζητούσε το αυτονόητο, το λογικό, την εφαρμογή της αρχής της δεδηλωμένης, δηλαδή η Κυβέρνηση να σχηματίζεται από το κόμμα που έχει την πλειοψηφία, και όχι από αυτό που αρέσει στον εκάστοτε μονάρχη.
Η αρχή της δεδηλωμένης καθιερώθηκε γιατί αυτό επέβαλε η λογική. Και η απλή, η κοινή λογική είναι κάτι το φυσιολογικό, όπως επί παραδείγματι ότι ο ήλιος βγαίνει από την ανατολή και δύει στη δύση.
Ωστόσο το ποιος φταίει έρχεται σε δεύτερη μοίρα αφού, πλέον, το κυρίαρχο ερώτημα είναι «τι πρέπει να γίνει για να βγει η χώρα από το σημερινό αδιέξοδο;».
Ανεξάρτητα λοιπόν από το ποιος φταίει για τη σημερινή κατάσταση, η νεοελληνική τραγωδία που βιώνουμε γίνεται ακόμα πιο οδυνηρή από το γεγονός ότι δεν εφαρμόζεται το λογικό, το αυτονόητο. Και ποιο είναι το αυτονόητο σε τέτοιου είδους κρίσεις; Ότι οι έχοντες την ευθύνη της διοίκησης και των αποφάσεων, σε εκτελεστικό και νομοθετικό επίπεδο, οφείλουν να συνεννοηθούν για το πώς θα οδηγηθεί η χώρα έξω από την κρίση.
Αυτό λοιπόν που μοιάζει αυτονόητο, να υπάρξει ένα μίνιμουμ εθνικής συνεννόησης για έξοδο από την κρίση, δεν μπορούν ή δεν θέλουν να το κατανοήσουν οι πολιτικές ηγεσίες, προφανώς γιατί πάνω από το εθνικό θέτουν το κομματικό συμφέρον.
Από τη στιγμή όμως που συμβαίνει αυτό, είναι χρέος και των 300 να αναλάβουμε τις ευθύνες μας απέναντι στην πατρίδα και να τιμήσουμε τον όρκο που έχουμε δώσει, ότι δηλαδή θα εφαρμόζουμε τους νόμους, θα τηρούμε το Σύνταγμα και θα εργαζόμαστε για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του λαού και της πατρίδας μας.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν το έχουμε πράξει.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα πρυτανεύει η κομματική και όχι η εθνική λογική. Και αν κάποιος βουλευτής κινηθεί ή ψηφίσει με βάση αυτά που του υπαγορεύει η συνείδησή του (άσχετα αν είναι σωστό ή όχι), θα βρεθεί εκτός κόμματος, δηλαδή εκτός Βουλής στις επόμενες εκλογές, αφού αν και βουλευτές, δεν βουλευόμεθα ελεύθερα.
Δικαιολογημένα λοιπόν ο λαός αγανακτεί και στρέφεται εναντίον του συνόλου των βουλευτών.
Δικαιολογημένα, αν και είναι επικίνδυνο και άδικο, λειτουργεί με ισοπεδωτική λογική, μας βάζει όλους –φταίχτες και μη- «στο ίδιο τσουβάλι», και «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά».
Τότε λοιπόν η συνείδηση όλων όσων θεωρούμε τους εαυτούς μας καθαρούς επαναστατεί. Νιώθουμε αδικημένοι. Κάποιοι νιώθουμε οργή όταν μας αποκαλούν συλλήβδην «κλέφτες», τη στιγμή μάλιστα που κάποιοι εξ ημών δεν μπορούμε να ζήσουμε τις οικογένειές μας.
Αλλά μήπως όντως είμαστε όλοι «κλέφτες»; Κλέφτες της ζωής και του μέλλοντος των νέων της πατρίδας μας. Συνένοχοι γιατί ανεχθήκαμε όσα γινόντουσαν τόσα χρόνια. Συνένοχοι και σήμερα γιατί δεν επαναστατούμε για να επιβάλουμε ως ελεύθεροι βουλευτές –με δική μας και όχι κομματική βούληση- αυτό που ο λαός θα επιβάλει, ούτως ή άλλως, μετά τις επόμενες εκλογές: Την εθνική συνεννόηση.
Περιδιαβαίνουμε στους διαδρόμους της Βουλής , συναντιόμαστε παρέες – παρέες, διαπιστώνουμε τα προβλήματα, βλέπουμε τις λύσεις τους, αλλά δεν τολμούμε να αναλάβουμε πρωτοβουλίες, φοβούμενοι ότι ο κομματικός πέλεκυς θα πέσει επί των κεφαλών μας και ότι τελικά το σύστημα θα μας αφήσει εκτός Βουλής στις επόμενες εκλογές. Και δεν σκεφτόμαστε ότι ο λαός, στο σύνολό του, αυτό το σύστημα που ευθύνεται, κατά κύριο λόγο, για τη σημερινή κατάσταση, θέλει να ανατρέψει. Δεν καταλαβαίνουμε ότι αυτό το σύστημα το πιθανότερο δεν θα υπάρχει σε λίγο, επομένως δεν έχουμε κανέναν λόγο να το φοβόμαστε, να το υπερασπιζόμαστε και να το υπηρετούμε.
Στεκόμαστε Βουλευτές άβουλοι και αναρωτιόμαστε κι εμείς αν φταίει «το κεφάλι το κακό μας» ή «ο θεός που μας μισεί». Και όπως λέει ο Κωστής Βάρναλης:
«"ποιος φταίει; Ποιος φταίει;''... κανένα στόμα
δεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα.
Έτσι, στην σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει, μας πατεί:
δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα!
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!»
Και δεν μπορούμε να καταλάβουμε ότι αυτό το «θάμα» είμαστε εμείς οι ίδιοι.
Εμείς, που ο λαός μας εμπιστεύθηκε και μας ανέδειξε στη θέση που βρισκόμαστε.
Εμείς, οι 300, που αν λειτουργήσουμε ελεύθερα ως βουλευτές και όχι ως διεκπεραιωτές των επιθυμιών του εκάστοτε αρχηγού, μπορούμε από μοιραίοι να αναδειχθούμε σε λυτρωτές της πατρίδας.
Εμείς, που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε ότι στην πολιτική ό,τι δεν είναι ελεύθερο πεθαίνει...