Επιστροφή «του ελληνικού ζητήματος» στα αμερικανικά ΜΜΕ παρατηρείται τις τελευταίες μέρες, με πληθώρα αναφορών για την κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Σε δημοσίευμα της εφημερίδας New York Times (Νιου Γιορκ Τάιμς) και σε εκτιμήσεις του αναλυτή πιστώσεων Jonathan Lemco υποστηρίζεται ότι «καλή η αυστηρότητα, αλλά αυτό που πραγματικά χρειάζεται και δεν το βλέπουμε είναι επενδύσεις και ανάπτυξη». Στη σχετική αναφορά προβάλλεται η αντίδραση του Υπουργείου Οικονομικών για την υποβάθμιση και καταγράφονται επίσης οι αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας.
Το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων χαρακτηρίζεται «φιλόδοξο και εξαιρετικά αισιόδοξο». Όπως τονίζεται, Έλληνες αξιωματούχοι παραδέχονται ότι δεν θα πετύχουν τους στόχους που όρισε το ΔΝΤ εξαιτίας της παρατεταμένης ύφεσης. Μεταξύ άλλων, επισημαίνεται ότι ο μόνος ξένος επενδυτής που επένδυσε στη χώρα μας τα τελευταία 20 χρόνια ήταν η Deutsche Telekom, ενώ το Υπουργείο Οικονομικών άφησε να διαρρεύσει ότι υπάρχει ενδιαφέρον για τον ιππόδρομο από τη γαλλική Pari Mutuel Urbain, η οποία αρνήθηκε να σχολιάσει.
Τέλος, παρουσιάζονται οι εκτιμήσεις του αναλυτή του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής Jens Bastian, ο οποίος τονίζει ότι παρά την κρίση, η Ελλάδα διαθέτει πολλές ευκαιρίες για τους ξένους επενδυτές. Η ΔΕΗ παρουσιάζεται ως η κορωνίδα του εγχειρήματος ιδιωτικοποίησης και αν αυτή αποτύχει, τότε θα αποτύχει το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων στο σύνολό του.
Με αφορμή το αίτημα της κυβέρνησης για διετή παράταση, όσον αφορά την υλοποίηση των στόχων της για μείωση του δημόσιου ελλείμματος, η σύνταξη της εφημερίδας «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» υποστηρίζει ότι «το γεγονός αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να συγκεντρώσει
H τιμωρία ενός ολόκληρου λαού για την κακή συμπεριφορά ορισμένων ηγετών του, παρόλο που ικανοποιεί ορισμένους, δεν είναι ούτε ηθική ούτε αποτελεί βάση για υγιή πολιτική
περισσότερους φόρους από ένα λαό που έχει καταστήσει τη φοροδιαφυγή αγαπημένη εθνική ασχολία», όπως επισημαίνει, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι «η διάσωση της Ελλάδας από την ΕΕ αποτυγχάνει». Για το λόγο αυτό, πάντα σύμφωνα με το άρθρο της εφημερίδας, η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, οποιοδήποτε όνομα και αυτή λάβει, μοιάζει αναπόφευκτη.
Σε άρθρο του Allen Mattich στην ιστοσελίδα της «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» επισημαίνεται ότι το πρόβλημα με το ελληνικό χρέος και τα σενάρια περί αποχώρησης της Ελλάδας από το ευρώ δεν είναι το μοναδικό εντός ΕΕ, καθώς «Ιρλανδία και Πορτογαλία βρίσκονται στην ίδια βάρκα». Τελικά, όπως υπογραμμίζεται, το πρόβλημα έγκειται στην ανάγκη να διανεμηθεί το βάρος που αυτές οι χώρες αντιμετωπίζουν σ’ ολόκληρη την ΕΕ και εάν πρέπει να σωθεί το ευρώ, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Ολλανδοί και οι Φινλανδοί φορολογούμενοι θα πρέπει να αναλάβουν το φορτίο.
Στην ίδια εφημερίδα υπάρχει επίσης άρθρο του καθηγητή Morgan Kelly, στο οποίο περιγράφονται οι «καταστροφικοί κίνδυνοι» που αντιμετωπίζει η ιρλανδική οικονομία. Στη συνέχεια, υποστηρίζεται ότι μία παρόμοια κατάσταση αντιμετωπίζουν Ελλάδα και Πορτογαλία, καθώς είτε θα αναγκάσουν τους βασικότερους Ευρωπαίους φορολογούμενους να μοιραστούν ένα σημαντικό μέρος του βάρους τους, είτε θα εγκαταλείψουν το ευρώ. Το ερώτημα για τις μεγαλύτερες χώρες της Ευρώπης είναι κατά πόσο Γερμανοί, Γάλλοι, Ολλανδοί και Φιλανδοί φορολογούμενοι θα είναι πρόθυμοι να πληρώσουν για να διατηρήσουν ενιαίο νόμισμα. Επίσης, θα πρέπει να σκεφτούν ότι οποιοιδήποτε γενναιόδωροι όροι προσφερθούν στους Έλληνες, τους Ιρλανδούς και τους Πορτογάλους θα επεκταθούν κατά πάσα πιθανότητα σε Ισπανούς και Ιταλούς.
Με άρθρο στην εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς», ο διευθυντής του Κέντρου Οικονομικής και Πολιτικής Έρευνας στην Ουάσιγκτον, Μάρκ Γουέισμπροτ, υποστηρίζει ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει για το καλό του λαού της να σκεφτεί σοβαρά την έξοδο από την ευρωζώνη, καθώς οι άμεσες συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης θα είναι προτιμότερες από την μακροχρόνια ύφεση, την στασιμότητα και την υψηλή ανεργία που προσφέρουν οι ευρωπαϊκές αρχές. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρει την περίπτωση της Αργεντινής, η οποία επανέκαμψε μετά από τρία έτη από την αποσύνδεσης του πέσο από το δολάριο. Σε ό,τι αφορά στην ραγδαία αύξηση του χρέους που θα είναι σε ευρώ, ο αρθρογράφος εκτιμά ότι μικρή σημασία έχει εφόσον δεν θα αποπληρωθεί. Μια υπεύθυνη ελληνική κυβέρνηση, όπως υπογραμμίζει, όφειλε να διεκδικήσει οικονομική υποστήριξη από τις ευρωπαϊκές αρχές μέσω αντικυκλικών πολιτικών (π.χ. δημοσιονομικά κίνητρα).
Στη συνέχεια, εκφράζει την άποψη ότι η τιμωρία ενός ολόκληρου λαού για την κακή συμπεριφορά ορισμένων ηγετών του, παρόλο που ικανοποιεί ορισμένους, δεν είναι ούτε ηθική ούτε αποτελεί βάση για υγιή πολιτική. Μια εσωτερική υποτίμηση θα εκτόξευε την ανεργία. Τέλος, εκτιμά ότι η επιβαλλόμενη πολιτική των περικοπών από τους Ευρωπαίους είναι αποτυχημένη και ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να αποχωρήσει από την ευρωζώνη εάν οι παρούσες πολιτικές αντιμετώπισης του χρέους επιμείνουν ή να απειλήσει ότι θα αποχωρήσει, κάτι που ίσως ήδη έκανε και στο οποίο οι Ευρωπαίοι αντέδρασαν προσφέροντάς της ένα καλύτερο πακέτο.
Σε ανταπόκριση από το Βερολίνο στο ειδησεογραφικό πρακτορείο «Μπλούμπεργκ» γίνεται αναφορά στο ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους και την «αντιφατική του αντιμετώπιση», κυρίως από πλευράς Γερμανών αξιωματούχων.
Σύμφωνα με την ανταπόκριση, ο Michael Meister, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος για οικονομικά ζητήματα στην κυβέρνηση Μέρκελ, δήλωσε ότι η Γερμανία σκέφτεται τη δυνατότητα η Ελλάδα να λάβει μεγαλύτερη βοήθεια ώστε να αποφύγει την αναδιάρθρωση, γεγονός που, ίσως, σημαίνει την εμπλοκή τους σε ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα απ’ όσο έχουν την παρούσα στιγμή. Ωστόσο, η στάση της Γερμανίας δεν είναι ξεκάθαρη, σύμφωνα με τη σχετική αναφορά, καθώς τον τελευταίο μήνα ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών της χώρας δήλωσε πως η αναδιάρθρωση δεν θα ήταν καταστροφή.